- κλώθονται
- κλώθωtwist by spinningpres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοντόμαλλο — το συν. στον πληθ. τα κοντόμαλλα περισσεύματα, υπολείμματα μαλλιού που δεν κλώθονται, αλλά χρησιμοποιούνται για το γέμισμα μαξιλαριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + μαλλο (< μαλλί), πρβλ. γιδό μαλλο, κατσό μαλλο] … Dictionary of Greek
ρόκα — I Εργαλείο, συνήθως ξύλινο, με το οποίο κλώθονται μαλλιά, βαμβάκι και λινάρι. Είναι ραβδί ενός μέτρου περίπου, διχαλωτό στη μια άκρη σε σχήμα Ψ. Στην άκρη αυτή μπαίνει η τουλούπα του υλικού που είναι για κλώσιμο. Η άλλη άκρη στερεώνεται στη μέση … Dictionary of Greek